Απόφαση καταπέλτης του Ανωτάτου, για την εκκλησιαστική περιουσία
Οφείλει να πληρώνει φόρους
Μια απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου προ δεκαετίας, ξεκαθαρίζει με σαφήνεια ότι η Εκκλησία δεν απαλλάσσεται από την υποχρέωσή της για καταβολή φόρων προς το κράτος.
Από το 1999 φτάνει η απάντηση στους ισχυρισμούς του Αρχιεπισκόπου ότι δεν είναι υποχρεωμένη η Εκκλησία της Κύπρου να καταβάλλει φόρους στο κράτος. Και μάλιστα, η απάντηση φέρει την υπογραφή του Ανωτάτου Δικαστηρίου.
Στην απόφαση, ημερομηνίας 22 Μαρτίου 1999 του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ξεκαθαρίζεται με σαφήνεια ότι η εκπλήρωση της υποχρέωσης για καταβολή οφειλόμενου φόρου βαρύνει τον κάθε φορολογούμενο, στον ίδιο βαθμό και έκταση. Όπως αναφέρεται στην απόφαση «και αν υποθέσουμε ότι το άρθρο 23.9 του Συντάγματος αποκλείει καταναγκαστικά μέτρα είσπραξης φόρων, που οφείλονται από τις εκκλησιαστικές αρχές, θέμα επί του οποίου δεν εκφέρουμε άποψη, η αδυναμία αυτή δεν μεταβάλλει, ούτε αλλοιώνει τη φύση των υποχρεώσεων». Αν κάτι τέτοιο γινόταν δεκτό, συμπληρώνεται, τότε θα υπήρχαν δύο μέτρα για τον προσδιορισμό των υποχρεώσεων των εκκλησιαστικών αρχών και κάθε άλλου διοικούμενου, «θέση αντινομική προς την αρχή της ισότητας». Σε άλλο σημείο της απόφασης, αναφέρεται ότι η καταβολή του φόρου εισοδήματος και κάθε άλλης φορολογικής υποχρέωσης, αποτελεί κοινωνικό χρέος, από την εκπλήρωση του οποίου εξαρτάται η αποτελεσματική λειτουργία του κράτους. Σημειώνεται επίσης ότι η αποφυγή της φορολογίας διαβρώνει τον οικονομικό προγραμματισμό του κράτους και απολήγει στην άνιση κατανομή των οικονομικών βαρών, κατά παράβαση του άρθρου 24.1 του Συντάγματος. Δηλαδή, όταν η Εκκλησία δεν καταβάλλει φόρους παραβιάζει την αρχή της Ισότητας, αφού μεταφέρει τα οικονομικά βάρη που της αναλογούν στις πλάτες των φορολογούμενων.
Πήγαν για μαλλί...
Προ δεκαετίας, η Ιερά Αρχιεπισκοπή αποφάσισε να οδηγήσει το Κτηματολόγιο στο δικαστήριο, για να της επιστραφούν 245 χιλιάδες λίρες που είχε καταβάλει ως φόρο κεφαλαιοχικών κερδών, για τη μεταβίβαση αριθμού οικοπέδων σε αγοραστές. Το επαρχιακό δικαστήριο, αποδέχτηκε την αγωγή και επιδίκασε αποζημιώσεις υπέρ της, ίσες προς το ποσό των καταβληθέντων φόρων και επιπλέον τόκους. Ωστόσο, ο γενικός εισαγγελέας εφεσίβαλε την πρωτόδικη απόφαση. Στο αιτιολογητικό, μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι η ζημιά η οποία διεκδικείται, αντιστοιχεί απόλυτα με την υποχρέωση της Αρχιεπισκοπής προς το δημόσιο. Η απώλεια, αναφέρει, δεν στοιχειοθετείται με αναφορά στα μέσα που παρέχονται για την αναγκαστική είσπραξη οφειλής, αλλά με τα δικαιώματα του πολίτη. «Συσχετισμός τους, στην προκειμένη περίπτωση, δεν καταδεικνύει οποιαδήποτε ζημιά. Διαφορετική προσέγγιση θα απέληγε σε ανισορροπία, μεταξύ της διεκδίκησης δικαιωμάτων και της εκπλήρωσης υποχρεώσεων, αντινομική προς τις αρχές επιείκειας». Η πρωτόδικη απόφαση κρίθηκε λανθασμένη και οδήγησε στην απόφαση του Ανωτάτου.
Ξεκάθαρο το τοπίο
Υπό το φως των δεδομένων που προέκυψαν το 1999 από το Ανώτατο, η όποια συζήτηση γίνεται για το θέμα της φορολόγησης της εκκλησιαστικής περιουσίας, δεν μπορεί παρά να θεωρείται περιττή, αφού το τοπίο είναι κάτι περισσότερο από ξεκάθαρο. Το Ανώτατο, ερμηνεύοντας το Σύνταγμα, ορίζει ότι η Εκκλησία οφείλει να πληρώνει φόρους προς το κράτος, όπως κάθε άλλος φορολογούμενος. Είναι, βεβαίως, απορίας άξιο το γεγονός ότι ουδείς ανέτρεξε στην απόφαση του Ανωτάτου.
Δηλώσεις και αντιδηλώσεις
Το όλο θέμα, επανέφερε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας κατά την διάσκεψη τύπου για την εσωτερική διακυβέρνηση, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις, τόσο από τον Αρχιεπίσκοπο, όσο και από το διευθυντή του Ελεγκτικού τμήματος της Εκκλησίας Γιάννη Χαριλάου. Οι δηλώσεις εκατέρωθεν (αξιωματούχων της Κυβέρνησης και εκκλησιαστικών παραγόντων) ήταν αιχμηρές και όξυναν τις ήδη τεταμένες σχέσεις.
ΜΑΡΙΛΕΝΑ ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ
Κωδικός άρθρου: 937286
ΠΟΛΙΤΗΣ - 27/03/2010, Σελίδα: 26
No comments:
Post a Comment